-
1 чесать
чесать 1) ξύνω 2) (гребешком) χτενίζω \чесаться 1) ξύνομαι 2) (зудеть ) έχω φαγούρα* * *1) ξύνω2) ( гребешком) χτενίζω -
2 чесаться
-
3 чесаться
чесать||ся1. ξύνομαι·2. (зудеть) ἔχω φαγούρα, μέ τρώγει κάτι:у меня нос чешется μέ τρώγει ἡ μύτη μου·3. (причесываться) χτενίζομαι· ◊ у него́ ру́ки чешутся τόν τρώνε τά χέρια του· у него́ язык чешется τόν τρώει ἡ γλῶσσα του νά μιλήσει. -
4 чесаться
[τσισάτσα] ρ. ξύνομαι, έχω φαγούρα, χτενίζομαι -
5 чесаться
[τσισάτσα] ρ ξύνομαι, έχω φαγούρα, χτενίζομαι -
6 выскабливать
-
7 выскребать
-
8 наскабливать
-
9 отковыривать
-
10 отскоблить
-облю, -облишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отскобленный, βρ: -лен, -а, -о; (απο)ξύνω, (απο)ξέω.(απο)ξύνομαι. -
11 отскребать
-
12 подскабливать
-
13 подскребать
-
14 почесать
-
15 проколупывать
-
16 скоблить
скоблю, скоблишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скобленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.ξύνω, αποξύνω•скоблить бревно скобблем ξεφλουδίζω τον κορμό όέντρου με τον αποφλοιωτήρα•
стол ножом ξύνω το τραπέζι με το μαχαίρι.
|| ξυρίζω.ξεφλουδίζομαι, ξύνομαι. -
17 сколупывать
-
18 соскоблить
-
19 соскребать
-
20 стёсывать
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξύνομαι — 1 ξύστηκα, ξυσμένος βλ. πίν. 39 2 ξύθηκα, ξυσμένος βλ. πίν. 2 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξύνω — έξυσα, ξύθηκα και ξύστηκα, ξυμένος και ο ξυσμένος 1. τρίβω με τα νύχια επιφάνεια, δέρμα: Άρχισε να σκέπτεται ξύνοντας το κεφάλι του. 2. αφαιρώ από επιφάνεια κάτι: Κι άξαφνα του τοίχου τ ασβεστόχρισμα θα ξυστεί, θα πέσει ολόγυρά μου (Δροσίνης). 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κνηθιώ — κνηθιῶ, άω (Α) επιθυμώ να ξύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού κνήθω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
παρακνώμαι — άομαι, Α παρατρίβομαι* («τοῑς δὲ ἐμπίπτων, τοῑς δὲ παρακνώμενος», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνῶμαι «ξύνομαι»] … Dictionary of Greek
προσκνώμαι — άομαι, Α τρίβομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κνῶμαι «ξύνομαι»] … Dictionary of Greek